θεηδόκος

θεηδόκος
θεηδόκος, ή (Α)
(για τη Μαρία από τη Βηθανία, αδελφή τής Μάρθας και τού Λαζάρου) η οικοδέσποινα που φιλοξένησε, που δέχθηκε τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεη- (βλ. θεο-) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ικετα-δόκος, παν-δόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”